Κερκυραϊκά Τραγούδια από αφηγήσεις

Το τραγούδι του Αη-Γιώργη

Ακούσατε τι έγινε του Αη-Γιωργιού το βράδυ;
Ένα θεριό εφάνηκε στης χώρας το πηγάδι.
Τη χώρα δεν την άφηνε νερό να πάει να πάρει,
αν δεν του δίναν άνθρωπο πάσα πρωί και βράδυ.
Και κάμανε το πουλετί ποιανού να πρωτοτύχει.
Και πέτυχε το πουλετί για τη βασιλοπούλα,
να τήνε φάει το θεριό μικρή κορασοπούλα.
Ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε πολύ του εκακοφάνη.
«Όλο το βιος μου πάρτε μου και το παιδί μου αφήστε».
«Δεν ημπορούμε, βασιλιά, η χάρη να σου γένει,
ειμάστενε άνθρωποι φτωχοί, ειμάστενε χαμένοι».
«Πάρτε την και στολίστε την και ντύσετέ την νύφη
και σύρτε να την βάλετε απάνω από τη βρύση,
για να τη φάει το θεριό και να την τραγουμίσει».
Ο Αη-Γιώργης το ’μαθε και πάει να τη γλιτώσει.
Στο δρόμο όπου πήγαινε το δαίμονα απανταίνει.
«Μέγα Αη-Γιώργη, μάρτυρα κι αφέντη καβαλάρη
το γρήγορό σου τ’ άλογο κάτι πολύ το βιάζεις» .
«Μωρέ θεοκατάρατο, πού ξέρεις τ’ όνομά μου;
Εγώ είμαι ξένος από δω, μακριά είν’ τα γονικά μου».
Βιτσιά βαρεί τ’ αλόγου του, στη βρύση αριβαίρνει.
Εκεί έβρισκε τη λύγερη στα δάκρυα πνιγμένη.
«Γεια σου, χαρά σου, λύγερη, τι κάνεις δω στη βρύση;
Χωρίς σταμνί, χωρίς ξεστί, πώς ήρθες να γιομίσεις;»
«Εδώ μ’ έστειλε η μάνα μου κι όλοι οι δικοί μου
για να με φάει το θεριό που ‘ρθε το πουλετί μου».
«Θα πέσω στην ποδούλα σου γλυκά να με ψειρίσεις
κι όταν βγαίνει το θεριό γοργά να με ξυπνήσεις».
Όταν έβγαινε το θεριό η γη όλη ετρέμα
κι η κόρη από το φόβο της εφώναζε ωιμένα!»
«Σαν άγγελος εις τη θωριά, σαν άγιος στη θεότη,
παρακαλώ σε βοήθησε, μεγάλε μου στρατιώτη».
Πρώτη σπαθιά και δεύτερη το φίδι το σκοτώνει
κι από τα νύχια του θεριού την όμορφη γλιτώνει.
Στ’ άλογο την ανέβασε, στο σπίτι της την παίρνει.
« Καλώς το το παιδάκι μου, τα μάτια και το φως μου
κι αυτός που τήνε γλίτωσε να γίνεται γαμπρός μου».
«Αυτός που τήνε γλίτωσε δε γίνεται γαμπρός σου!
Θέλεις να κάμεις χάρισμα; Κάνε μια εκκλησία!
Και στήσε και ζωγράφισε Χριστό και Παναγία.
Και στα δεξιά της εκκλησιάς στήσε τον Αη-Γιώργη,
Μέγα Αη-Γιώργη, μάρτυρα κι αφέντη καβαλάρη,
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι.
Και στις εικοσιτρείς του Απριλιού που γίνετ’ η γιορτή μου,
όσοι την εγιορτάζουνε να ’χουνε την ευχή μου.

Τασούλα Χαλικιοπούλου (Καβαλουρίτσα),1985

Η λεμονιά

Αγάπησα μια λεμονιά που ήταν ανθισμένη,
κι απ’ όταν την αγάπησα άρχισε να μαραίνει.
Αρρώστησε βαριά, βαριά κι έπεσε στο κρεβάτι,
κι η μάνα της δεν το ’ξερε πως ήταν από αγάπη.
Φέρνει μια μέρα το γιατρό να δει για την υγειά της
και ο γιατρός απόρησε σαν είδε την καρδιά της.
«Θέλεις κυρά την κόρη σου; Του Χάρου μην τη δώσεις!
Δώσ’ τη στο νέο π’ αγαπά για να τήνε γλιτώσεις»
«Άσε, γιατρέ, τα λόγια σου κι έλα στα λογικά σου
και γιάτρεψε την κόρη μου μ’ όλα τα γιατρικά σου.»
«Ουδέποτε να γιατρευτεί κι ουδέποτε να γιάνει,
το πίλιο συντομότερο να πέσει να πεθάνει!»
Κι η κόρη από τον πόνο της σε τρεις μέρες πεθαίνει
και στον αγαπημένο της τον τάδε λόγο στέλνει:
« Όταν θα μ’ απεράσουνε από τη γειτονιά σου,
έβγα, αγαπημένε μου, κρυφά από τη μαμά σου.
Κι αν σε ρωτήσει η μάνα σου γιατί εβγήκες έξω,
μαράθηκ’ ο βασιλικός και πάω να τον κλαδέψω.
Κι όταν θα μ’ απεράσουνε από τα καφενεία,
πάρε όλους τσου φίλους σου κι έλα εις την κηδεία.
Κι όταν θα μ’ ανεβάζουνε τση μαρμαρένιες σκάλες,
να τρέχουνε τα μάτια σου σα σιγανές ψιχάλες.
Κι όταν θα μ’ απωθώσουνε στης εκκλησιάς τη μέση,
βγάλε φωνή, αγάπη μου, να γκρεμιστεί να πέσει.
Κι όταν θα μου διαβάζουνε το Ευαγγέλιό μου,
σκύψε κι εσύ, αγάπη μου, και φίλα το σταυρό μου.
Κι όταν θα μου τη ρίξουνε πρώτη τσαπιά το χώμα,
βγάλε το μαντιλάκι σου και δέσε μου το στόμα.
Όταν με κατεβάσουνε τρία σκαλιά στον Άδη,
σου δίνω το δικαίωμα για ν’ αγαπήσεις άλλη.
Το μνήμα μου εχόρτιασε κι έλα να βοτανίσεις
και ρίξε μαύρα δάκρυα ίσως και μ’ αναστήσεις.
Έλα, μικρό, στο μνήμα μου, γονάτισε και κλάψε
και τ’ άθλιο κορμάκι μου θα σου φωνάξει ΠΑΨΕ».

Πολυχρόνης Χαλικιόπουλος, 1984

 

Την Πρωτοχρονιά συνήθιζαν να ανοίγουν την πόρτα ή το παράθυρο και να λένε την παρακάτω ευχή:

Καλημέρα σας, βουνά, και καλή Πρωτοχρονιά
και καλός σας χρόνος.
Καλημέρα μου, κι εμέ, να ’μαι γερός/ή σαν τα βουνά
κι έξυπνος/η σαν τα πουλιά,
σαν τα θαλασσοκύματα να κάνω τα θελήματα.